Pages

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Ο απροσκύνητος Σταύρος Ανδρεαδάκης

Nazis torture
Ήταν παιδί, στα
δεκαοχτώ του, γεμάτος όνειρα. Προτίμησε να πεθάνει ελεύθερος παρά να ζει με το στίγμα του κιοτή. Τον έλεγαν Σταύρο Ανδρεαδάκη. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Σοκαρά της Κρήτης.
maxi-kritis369-e1433012323891
Την ιστορία του Σταύρου Ανδρεαδάκη δεν την ήξερα. Τη διάβασα φέτος τον Σεπτέμβρη σε ένα φωτοτυπημένο, αλλά επαρκώς τεκμηριωμένο, φυλλάδιο γραμμένο από τον φιλίστορα δικηγόρο κ. Γιώργο Καρτσωνάκη. Το επόμενο πρωί βρισκόμουν στο Σοκαρά, ένα μικρό χωριό κοντά στο Ασήμι.
Γράφει ο Νίκος Ψιλάκης
L_Andreadakis
Μόνον ένας από τους αδερφούς του βρίσκεται ακόμη στη ζωή. Ο Λευτέρης, κοντά στα ογδόντα πέντε του, καλοστεκούμενος ακόμη.
Διαβάζει βιβλία, ψάχνει, ταξινομεί τις αναμνήσεις τοποθετώντας τα γεγονότα σε ένα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο.
Ο Λευτέρης είναι ο τελευταίος θεματοφύλακας των πικρών βιωμάτων που μετουσιώθηκαν κι έγιναν δάκρυ αστείρευτο, που μεταλλάχτηκαν κι έγιναν μνήμη ακατάλυτη, που μεταμορφώθηκαν κι έγιναν πείσμα για λευτεριά, δικαιοσύνη κι αξιοπρέπεια.

Ο «απαγορευμένος» ήρωας
Καθώς περνώ το κατώφλι βλέπω απέναντι στον τοίχο μια φροντισμένη κορνίζα με την ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός νέου άνδρα.
-Ο Σταύρος; ρωτώ.
-Ναι, ο Σταύρος, απαντά ο γέροντας οικοδεσπότης κι ένα δάκρυ αυλακώνει το πρόσωπό του.
Αναρωτιέται κανείς αν ο πόνος μπορεί να κρατήσει τόσα χρόνια. Το δάκρυ του Λευτέρη είναι η καλύτερη απάντηση σε όσους θέλουν να ξεχνούν, σε όσους θέλουν να μας κάμουν να ξεχάσουμε την ιστορία αυτού του τόπου, τα βάσανα αυτού του λαού.
kriti_nazi
Για δεκαετίες ολόκληρες το όνομα του Σταύρου ήταν σχεδόν απαγορευμένο, όπως και η θυσία του. Κανείς δεν μιλούσε για το παλικάρι του Σοκαρά, μέχρι που δυο λόγιοι του χωριού, ο Γιώργος Καρτσωνάκης και ο Σήφης Κοσόγλου, κατάφεραν να τον αποκαταστήσουν και να παραδώσουν στην ιστορική μνήμη την άσπιλη μορφή ενός παιδιού που έσφιξε τα σαγόνια –δόντια δεν του είχαν αφήσει- και έπνιξε τον αβάσταχτο πόνο για να μη μαρτυρήσει τα μυστικά του αγώνα!
Ψυχωμένο παλικάρι ο Σταύρος ανέβηκε από μικρός στα αντάρτικα λημέρια. Εκεί, στην ελεύθερη πατρίδα των Ελλήνων, γνώρισε τους Καπεταναίους και τα ανταρτόπουλα.
-Δεν ήξερα τι είναι το ΕΑΜ, ήμουν μικρός εγώ, λέει ο Λευτέρης. Για πρώτη φορά το άκουσα από τον αδελφό μου. Τον Αύγουστο του ’44 ετοιμαζόταν να φύγει από το σπίτι. Την ώρα που άλλαζε τα ρούχα του, άνοιξα ένα φάκελο που κρατούσε και τον διάβασα. Θυμάμαι ακόμη, κοντά εβδομήντα χρόνια μετά, τι έγραφε: «Ντροπή στον κρητικό λαό να τον κρατούν στη σκλαβιά μερικές χιλιάδες Γερμανοί στρατιώτες».
Λίγα λεπτά αργότερα ο Σταύρος έφευγε από το σπίτι. Έπρεπε να φέρει σε πέρας μιαν αποστολή που του είχαν εμπιστευτεί.. Να μεταφέρει ένα μήνυμα από το ΕΑΜ του Σοκαρά στα βουνά, στα Αστερούσια, στο χωριό Αχεντριάς, στον Παπαδάκη, έτσι λέγανε τον παραλήπτη.
Η αποστολή πήγε καλά. Ο Σταύρος παρέδωσε το μήνυμα και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Κατηφόρισε από τα μονοπάτια των Αστερουσίων, έφτασε στα πρώτα χωριά του κάμπου. Περνώντας από το Μεσοχωριό βρέθηκε να περπατά μέσα στην κοίτη του ποταμού Αναποδάρη. Από εκεί περνούσε ο δρόμος για το χωριό του. Έσερνε ένα μουλάρι φορτωμένο και προχωρούσε.
Μερικές φορές, όμως, η τύχη παίζει παράξενα παιγνίδια. Οι Γερμανοί είχαν κάμποσους χωρικούς και τους είχαν ζέψει στην αγγαρεία. Δούλευαν εκεί κοντά. Οι κατακτητές, αξιωματικοί και στρατιώτες τους επιτηρούσαν.
Ο λόγος πάλι στον Λευτέρη:
-Τον είδε τον Σταύρο ένας δικός μας, Γκεσταμπίτης, ένας Πήλιος Γούσης, και λέει στον Γερμανό: «Αυτός με το μουλάρι είναι ύποπτος». Περικύκλωσε ο στρατός το παιδί, το έπιασαν. Είχε φορτωμένα δυο δεμάτια σφάκες (πικροδάφνες) στο μουλάρι. Πήρε ο αξιωματικός ένα μαχαίρι και έκοψε τα δεματικά. Οι σφάκες σκορπίστηκαν στη γη κι από μέσα τους πετάχτηκε ένα όπλο, κάμποσα φυσίγγια, και μερικά γράμματα. Το όπλο του το είχε δώσει ο Παπαδάκης να το φέρει στο χωριό, στο ΕΑΜ. Τον συνέλαβαν αμέσως, τον πήγαν στον Πύργο στο Φρουραρχείο, μετά τον πήγαν στον Χάρακα, πάλι στο Φρουραρχείο, κι από κει στις Μοίρες. Όταν ήταν στο Χάρακα φώναξαν τον πατέρα μου, ήταν γέρος άνθρωπος πια και δεν ήξερε τίποτε. «Πού είναι οι γιοί σου;» τον ρώτησαν, εμείς ήμασταν τέσσερα αδέρφια. «Στο χωριό είναι», τους απάντησε. «Και ο Σταύρος;» τον ξαναρωτούν. Πάγωσε ο γέρος γιατί κατάλαβε ότι τον είχανε πιάσει. Τους απάντησε ότι ο Σταύρος βόσκει τα πρόβατα…
Στον σταυρό!
Πάνω από τις Μοίρες στα ψηλώματα, κοντά στον μικρό οικισμό Βρέλη, είχαν εγκαταστήσει φυλάκια οι κατακτητές. Εκεί πήγαν τον Σταύρο. Τον έκλεισαν σε ένα παλιό πετρόχτιστο καλύβι και άρχισαν να τον βασανίζουν. Γερμανοί και γερμανοπροσκυνημένοι προδότες εξάντλησαν την αγριότητα και το μένος τους. Άκουγαν οι κάτοικοι τις βρισιές και τα ουρλιαχτά των κατακτητών, άκουγαν και τα βογκητά του παλικαριού. Κάποιοι προσπάθησαν να πλησιάσουν, να βοηθήσουν. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να του δώσουν ένα ποτήρι νερό.
Οι βασανιστές προσπαθούσαν να κάμουν τον Σταύρο να μιλήσει. Όσο κρατούσε το στόμα του κλειστό, τόσο θύμωναν, πείσμωναν… Σκύλιαζαν.
Στο μεταξύ ο γέρο Σταμάτης, ο πατέρας του, είχε αρχίσει τον αγώνα της αναζήτησης. Πήγε παντού. Έψαχνε το παιδί του. Αρχαία τραγωδία θυμίζει η προσπάθεια του πατέρα να σώσει το Σταύρο του. Ήθελε να παρακαλέσει. Ίσως να μαλάκωνε η καρδιά του κατακτητή. Τελικά κατάφερε να μάθει πως το παιδί του βρισκόταν στο Βρέλη.
Ό,τι κι αν γραφτεί σήμερα, τόσες δεκαετίες μετά, δεν θα μπορέσει να δώσει την εικόνα της συμφοράς. Δεν τον πρόλαβε ζωντανό τον γιο του ο γέρο Σταμάτης.
Οι κάτοικοι του μικρού οικισμού ήταν οι μάρτυρες ενός από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα των Γερμανών στην Κρήτη. Ήταν αυτοί που έδωσαν πληροφορίες στην οικογένεια… Οι μαρτυρίες τους, όμως, δεν σώθηκαν σε κανένα επίσημο έγγραφο. Η πατρίδα δεν θεώρησε σκόπιμο να ανασκαλέψει την υπόθεση, να τιμήσει τον ήρωα και να αποκαλύψει τη θηριωδία. Η οικογένεια, όμως, δεν μπορεί να ξεχάσει. Ξέρουν ότι του έβγαλαν τα νύχια, του έβγαλαν τα δόντια, του πετσόκοψαν τα πόδια και τα χέρια, τον κατακρεούργησαν. Ένα από τα μαρτύρια, όχι όμως το τελευταίο, ήταν ο σταυρός! Τόλμησαν ακόμη και να τον σταυρώσουν!
Ακρωτηριασμένο και αιμορραγούντα τον ανέβασαν στο σταυρό. Κι όταν οι Γερμανοί κι οι εδώ συνεργάτες τους είδαν κι απόειδαν, κι όταν κατάλαβαν πως αυτό το σκληροτράχηλο παλικάρι δεν πρόκειται να μιλήσει, τον έβαλαν κάτω από τις ερπύστριες. Αυτή θα ήταν η τελευταία απειλή.
Έβαλαν μπροστά τη μηχανή του τανκ. Ο Σταύρος έμεινε αμίλητος! Κράτησε το στόμα του κλειστό ακόμη κι όταν άρχισε να κινείται το θηριώδες όχημα, ακόμη κι όταν άρχισε να πολτοποιείται το κορμί του. Κι ύστερα τον άφησαν εκεί. Ανακατωμένες οι σάρκες με το χώμα. Τον παράτησαν άθαφτο σ’ ένα χωράφι.
Ο άταφος νεκρός
Τις νύχτες, που αλυχτούσαν τα σκυλιά και προσπαθούσαν να χορτάσουν την πείνα τους τρώγοντας ανθρώπινες σάρκες, ένας συγγενής των Ανδρεαδάκηδων πήρε την απόφαση. Λέει ο Λευτέρης: “Είχα ένα θείο στο Βρέλη. Πήγε αυτός να τον πάρει από εκεί και να τον θάψει. Αλλά δεν μπορούσε ούτε να σιμώσει γιατί από πάνω, στο ύψωμα, είχανε στήσει το φυλάκιό τους οι Γερμανοί. Κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει εκεί κοντά. Τελικά, τόλμησε, δεν λογάριασε τον κίνδυνο, πήρε όσα κομμάτια κατάφερε να μαζέψει και τα έθαψε στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου. Τέσσερις φορές έχω πάει εκεί που τον σκότωσαν. Την πρώτη φορά είδα το αίμα, είχε ποτίσει τη γη, φαινόταν για πολύ καιρό.
vreli
Ο οικισμός Βρέλη. Εδώ βασάνισαν οι Ναζί τον ήρωα…
Ύστερα από χρόνια πολλά ήρθαν και οι επίσημες επιβεβαιώσεις για τα βασανιστήρια του Σταύρου τα έγγραφα των δικαστηρίων που μιλούσαν συγκαλυμμένα. Ήταν οι απολογίες των δοσίλογων. Τα πιο «τρανταχτά» ονόματα προδοτών που έδρασαν στη Μεσαρά ήταν ανακατεμένα στην ιστορία του μικρού ήρωα. Μετά την απελευθέρωση οι δοσίλογοι έπρεπε να απολογηθούν για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει. Αρκέστηκαν να μιλήσουν μόνο για «σκληρά βασανιστήρια», όπως αποκαλύπτει ο Καρτσωνάκης, ο άνθρωπος που έριξε άπλετο φως στις πιο σκοτεινές πτυχές μιας υπόθεσης την οποία κάποια άνομα συμφέροντα ήθελαν να κρατήσουν στο σκοτάδι.
Μέσα από τις κρυπτικές απολογίες των δοσιλόγων, μέσα από τη σιωπή των γερμανικών πηγών, μέσα από τη συνενοχή των ντόπιων και ξένων εξουσιών, που δεν τιμώρησαν ποτέ τους εγκληματίες πολέμου, δεν είναι εύκολο να ανασυνθέσει κανείς τις λεπτομέρειες του ιστορικού παρελθόντος. Ούτε και να μάθει με πόση περιφρόνηση στάθηκε ένα παλικάρι μπροστά στο θάνατο.
Ο Λευτέρης Ανδρεαδάκης βρίσκει τη δύναμη να συνεχίσει την αφήγηση.
-Χρόνια μετά έγινε η εκταφή των οστών του. Μας είπανε στο Βρέλη: «Μην περιμένετε να βρείτε κόκαλα, δεν υπάρχουν». Βρήκαμε μόνο ένα οστό της μιας κνήμης και μια κάτω γνάθο. Ούτε δόντια, ούτε πλευρά, ούτε τίποτα. Μόνο μερικά πολτοποιημένα κόκαλα ήταν θαμμένα εκεί.
Όταν η φρίκη αποτυπώνεται σε ένα ζευγάρι στιβάνια!
Πέρασαν λίγες μέρες μετά την ταφή. Ο γέρο Σταμάτης ανηφόρησε στο Βρέλη παρέα με κάποιον συγγενή του. Ας τα έσκιαζε όλα η φοβέρα. Αλλά, ποια φοβέρα να σταματήσει έναν χαροκαμένο πατέρα; Από μακριά είδε τα αίματα. Δίπλα κομμάτια από σκισμένα ρούχα και λίγο πιο κει ένα ζευγάρι στιβάνια. Ήταν του Σταύρου!
Ο συγγενής έσκυψε, έκανε να τα μαζέψει. Τα υποδήματα του νεκρού ήταν πολύτιμα εκείνα τα χρόνια. Οι άνθρωποι περπατούσαν ξυπόλητοι, θα ήταν πολυτέλεια να τα παρατήσουν εκεί. Την ώρα που τα σήκωνε δεν άντεξε. Μια κραυγή πόνου βγήκε από το στόμα του… Τα στιβάνια δεν ήταν άδεια! Μέσα στο κουφάρι τους είχαν μείνει κομμάτια από σάρκες. Τα πόδια του Σταύρου!
Ειπώθηκε ότι του έκοψαν τα πόδια με τσεκούρι. Κανείς δεν μπορεί να το επιβεβαιώσει ούτε να το διαψεύσει σήμερα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι σάρκες του ήρωα είχαν μείνει μέσα στα στιβάνια του. Και ότι τα στιβάνια αυτά ήταν σκισμένα στο ύψος των αστραγάλων, ήταν κομμένα και το πετσί κρεμόταν. Άλλο φρικτό σημάδι της συμφοράς.
Η συνέχεια της ιστορίας φανερώνει μέσα από πόσες κακοτοπιές, στερήσεις και βάσανα πέρασε αυτός ο λαός. Ο συγγενής παρακάλεσε τον γέρο Σταμάτη να πάρει τα στιβάνια και να τα δώσει στον μικρό γιο του, τον Λευτέρη. Ούτε να τ’ ακούσει ο τραγικός πατέρας. Τελικά τα πήρε άλλος συγγενής, τα πήγε σε τσαγκάρη, έκοψε τα πετσιά που κρέμονταν, τα έκανε παπούτσια και τα έδωσε σε ένα παιδί να τα φορέσει.
Τραγωδία χωρίς κάθαρση
Δώδεκα του Αυγούστου του 1944 σκοτώσανε τον Σταύρο. Πέρασαν πέντε μέρες. Και στις δεκαεφτά του ίδιου μήνα ο Σοκαράς έμελλε να ζήσει ένα από τα μεγαλύτερα δράματα της ιστορίας του. Στις δεκαέξι το βράδυ πήγε εκεί ο δοσίλογος Πρόεδρος γειτονικού χωριού. Μίλησε στους χωρικούς. Τους είπε να μη φύγει κανείς από το σπίτι του γιατί θα έρχονταν την επόμενη οι Γερμανοί για γυμνάσια. Όποιος έμενε δεν θα είχε τίποτα να φοβηθεί. Όποιος έφευγε θα πλήρωνε ακριβά την αποκοτιά του.
Το απόβραδο της άλλης μέρας βρήκε το χωριό πνιγμένο στο θρήνο. Οι Γερμανοί είχαν πράγματι μεταβεί στο Σοκαρά, αλλά όχι για γυμνάσια όπως έλεγε ο προδότης. Είχαν πάει για να σκοτώσουν! Είκοσι εφτά ήρωες ήταν τα νέα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας. Είκοσι εφτά προγραμμένοι!
nazi

Ο Λευτέρης με τη γυναίκα του (2012)
Και ενώ τα σπίτια του Σοκαρά άδειαζαν, και ενώ το μοιρολόι γινόταν απελπισία και η πείνα γινόταν αχώριστος σύντροφος των επιζώντων, μια καινούργια τραγωδία χτυπούσε την πόρτα των Ανδρεαδάκηδων… Κάποιοι είχαν πιστέψει ότι ο Σταύρος είχε λυγίσει. Και ότι είχε αποκαλύψει τα ονόματα των οργανωμένων στην αντίσταση. Το τίμημα βαρύ, ασήκωτο. Δεν έφτανε η συμφορά και το μοιρολόι. Ήρθε η υποψία να χτυπήσει την πόρτα της οικογένειας. Τέτοιες εποχές κανείς δεν κάθεται να σκεφτεί. Αποδείξεις εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν.
Κάπως έτσι κορυφώθηκε η τραγωδία του 1944. Ο νεκρός ήρωας θα μπορούσε να γίνει φαρμακός. Και είναι αλήθεια ότι μια βαριά σιωπή σκέπασε για δεκαετίες ολόκληρες τη μνήμη του.
Λέει ο Γιώργος Καρτσωνάκης:
-Αν είχε ομολογήσει ο Σταύρος, τότε θα είχαν πιάσει τους ιθύνοντες του ΕΑΜ. Αλλά αυτούς δεν τους έπιασαν. Όλοι ξέρουν σήμερα ποιοι ήταν εκείνοι που προκάλεσαν τη σφαγή του Σοκαρά. Ο κατάλογος των προγραφών συντασσόταν για κάμποσους μήνες.
Η αποκάλυψη των μαρτυρικών καταθέσεων στο δικαστήριο των δοσιλόγων έδωσε νέα δυναμική στην ιστορία. Και νέα πνοή στη μνήμη. Την ανάστησε. Ναι, εξήντα πέντε χρόνια μετά. Το 2009, με πρωτοβουλία των Σοκαριανών, που μπορούν να περηφανεύονται σήμερα για όλους τους ήρωες τους. Και για τον Σταύρο…
Νομικό παράδοξο
Η δολοφονία του Ανδρεαδάκη έμεινε ατιμώρητη. Το δικαστήριο των δοσιλόγων που συνεδρίασε μετά την απελευθέρωση, στις 14 Μαρτίου 1946, ήξερε απλά ότι είχαν σκοτώσει ένα παιδί κοντά στο Βρέλη. Κατηγορούμενος για τη δολοφονία ο συνεργάτης των Γερμανών Μαγιάσης. Το δικαστήριο τον απάλλαξε. Όχι επειδή δεν συμμετείχε στο αποτροπιαστικό έγκλημα, αλλά… επειδή τάχατες δεν ήταν γνωστό το όνομα του θύματος. Ο Καρτσωνάκης αποκαλύπτει το σχετικό επίσημο έγγραφο και ρίχνει περισσότερο φως στην τραγωδία:
«Το δικαστήριον κηρύσσει τον κατηγορούμενο Ν. Μαγιάση αθώο λόγω αμφιβολιών της κατηγορίας ότι εξετέλεσε, μετά Γερμανού στρατιώτου, κατ΄ Αύγουστον 1944, μεταξύ Μοιρών και Αγίου Αντωνίου, ένα παιδί ηλικίας 18-19 ετών αγνώστου ονοματεπωνύμου, με την κατηγορία ότι απέκρυπτε όπλα…»
Και συνεχίζει ο φιλίστορας δικηγόρος:
«Στα παγκόσμια ποινικά χρονικά δεν υπάρχει παρόμοιο φαινόμενο, να έχομε έναν άνθρωπο, που βρίσκεται νεκρός σε συγκεκριμένο τόπο, που προσδιορίστηκε η ηλικία του και ο χρόνος του θανάτου, που αποκαλύφθηκε η αιτία για την οποία συνελήφθη και εκτελέστηκε, να παραπέμπεται με βούλευμα κατηγορούμενος για τον φόνο αυτό και η ανάκριση, ο Εισαγγελέας (τότε λεγόταν ειδικός Επίτροπος) και τελικώς και το δικαστήριο […] να αναφέρει ότι το θύμα είναι αγνώστου ονοματεπωνύμου…»
Εν ολίγοις: Δεν υπάρχει όνομα, άρα δεν υπάρχει… έγκλημα! Η αλήθεια, βέβαια, δεν είναι αυτή. Το όνομα ήταν γνωστό από άλλες υποθέσεις.
Όσο για τον Μαγιάση … Αυτός καταδικάστηκε πολλές φορές σε θάνατο για τα αναρίθμητα εγκλήματά του. Αλλά δεν πρόλαβαν να τον εκτελέσουν. Τον έσφαξε ένας Ανωγειανός, ο Βρέντζος ή Τηγανίτης, μέσα στο ίδιο το δικαστήριο!
Γράφε Ιστορία τα ψέματά σου αράδα
Καθώς βαδίζω στους δρόμους του Σοκαρά συλλαμβάνω τον εαυτό μου να σιγοψιθυρίζει τους γνωστούς στίχους του Βάρναλη:
Γράψε ιστορία τα ψέματά σου αράδα
και βλόγα τον φονιά, βρίζε το θύμα…
Είναι τραγωδία ο βασανιστικός θάνατος ενός ανθρώπου. Είναι μεγαλύτερη τραγωδία να τον βαραίνει μια αναπόδεικτη υποψία.
Χρειάστηκε να περάσουν εξήντα πέντε χρόνια μέχρι την τελική αποκατάσταση του ήρωα. Η κάθαρση θυμίζει σκηνικό αρχαίας τραγωδίας. Ο ήρωας μπορεί να αναπαύεται πλέον. Ως ήρωας!
Η ιστορία που δεν διδάσκεται:
Την ιστορία του Σταύρου Ανδρεαδάκη θα πρέπει να τη διδάσκονται τα παιδιά στα σχολεία. Όχι μόνο στα ελληνικά, στα σχολεία όλου του κόσμου, και κυρίως της Γερμανίας, θα πρέπει να διδάσκεται. Για να μαθαίνουν οι μελλοντικές γενιές των ανθρώπων πόση δύναμη και πόσο κουράγιο μπορεί να κρύβει η καρδιά ενός δεκαοκτάχρονου παιδιού. Για να καταλάβουν πόση αγριότητα και απανθρωπιά μπορούν να κρύβουν οι ψυχές των ναζιστικών ανδρείκελων.
Σταύρος Ανδρεαδάκης, ετών 18. Ένας ήρωας που τον αγνόησε η ιστορία, τον περιφρόνησε η κοινωνία και τον τιμώρησε η πολιτεία!
Κανείς δεν θα μάθει ποτέ με πόση περιφρόνηση αντιμετώπισε εκείνους που του έβγαζαν ένα – ένα τα δόντια. Του έκοβαν ένα – ένα τα δάκτυλα. Του έκοψαν (μάλλον με τσεκούρια) τα πόδια.
Κανείς δεν θα μάθει τα τελευταία λόγια ενός παλικαριού που αγαπούσε τη ζωή. Και τη λευτεριά. Μπορούμε μόνο να τα μαντέψομε.
Νίκος Ψιλάκης

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Ο Απροσκύνητος Κωνσταντίνος Κουκίδης



Ο Πόντιος ήρωας της κατοχής ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ (27 Απριλίου 1941)



Εικόνα από:www.tgbnews.com

Ένας μισοξεχασμένος ήρωας, ένας ήρωας που ποτέ δεν θα αναφέρουν τα σχολικά βιβλία. Ο πρώτος που θυσίασε τη ζωή του αρνούμενος να δεχτεί την βεβήλωση του ιερού μας συμβόλου, της Γαλανόλευκης. Σκίτσα αν ψάξετε για τον Κωνσταντίνο Κουκκίδη δεν θα βρείτε παρά ένα μόνο αυτό εδώ:

και όπως θα διαπιστώσατε, σε πολύ χαμηλή ανάλυση, το οποίο απεικονίζει τη στιγμή που ο ήρωας, τυλιγμένος με τη σημαία πέφτει από τον βράχο της Ακροπόλεως. Έψαξα πολύ στο δικό μου αρχείο παλαιών περιοδικών και βρήκα δυο σκίτσα, τα οποία και σάρωσα στα 600dpi, ώστε να μπορούν να διακοσμήσουν τα δύο φύλλα που ετοίμασα για την εμβόλιμη διδασκαλία που σκοπεύω να κάνω μέσα στην επόμενη βδομάδα.
Επειδή τα σχολικά βιβλία ασχολούνται με το ζωικό βασίλειο περισσότερο παρά με την προβολή αξιών, κείμενα ως επί το πλείστον η-λήθια (εκ της “λήθης”) και αποχρωματισμένα, είναι μια καλή ευκαιρία για όποιον ακόμη έχει διάθεση και μεράκι να μιλήσει για πράγματα που το σύστημα έχει στείλει στο πυρ το εξότερον ως μη συγχρωτιζόμενα προς την πολιτική ορθότητα της σημερινής Νεοταξικής Κατοχής.
Με χαρά ανακάλυψα πως στο διαδίκτυο κυκλοφορεί ένα μικρό, εξαιρετικό φιλμάκι από τον σκηνοθέτη Αντώνη Σωτηρόπουλο. Το πήρα, προσέθεσα τον εθνικό ύμνο και μερικές φωτογραφίες, φροντίζοντας να αναφέρω στο τέλος το όνομα του σκηνοθέτη. Το βίντεο βρίσκεται στο τέλος της εγγραφής.
.
το δισέλιδο που ετοίμασα


τα σκίτσα με τα οποία στόλισα τις σελίδες μου. Απολαύστε τα σε πολύ καλή ανάλυση. Τα έχω μέχρι και σε 4,99 MB για όποιον συνάδελφο θα ήθελε να τα έχει.
Ένα μήνυμα στο nikos74tera@pathfinder.gr αρκεί.

και επανάληψη στην κατακτηθείσα μέχρι τη δεδομένη στιγμή γνώση. Για να μην ξεχνιόμαστε! χεχχεεε
Ήρθε η ώρα για το βίντεο

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Ο απροσκύνητος Γιάννης Λεοντής ή Γιάννης Βαρβάκης


Το ιστορικό Βαρβάκειο Λύκειο, η “ψευδώνυμη” Βαρβάκειος Αγορά της οδού Αθηνάς, ο ανδριάντας στο Ζάππειο και ορισμένοι δρόμοι της Αθήνας, οφείλουν το όνομά τους στον Ιωάννη Βαρβάκη, τον πειρατή από τα Ψαρά που έγινε εθνικός ευεργέτης.
Το “βαρβάκι”
Στις 24 Ιουνίου του 1745, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, ο καπετάνιος Ανδρέας Λεοντής επέστρεφε στην πατρίδα του, τα Ψαρά, ύστερα από ταξίδι πολλών μηνών. Καθώς το καράβι του έμπαινε στο λιμάνι του νησιού, ο καπετάν Ανδρέας έψαχνε τη σύζυγό του στην προβλήτα. Όταν δεν την βρήκε, ανησύχησε, γιατί η Μαρία πάντα τον περίμενε στο λιμάνι.
Το πλοίο άραξε και ο καπετάν Ανδρέας πήδηξε στο νερό και έτρεξε προς την προβλήτα, αναζητώντας τη γυναίκα του. Τελικά εντόπισε την γριά παραμάνα του σπιτιού, η οποία του ανήγγειλε το χαρμόσυνο γεγονός. Η Μαρία δεν ήταν στο λιμάνι, γιατί μόλις είχε γεννήσει τον γιο του! Του έδωσαν το όνομα Γιάννης και βαφτίστηκε στο μικρό μοναστήρι της Παναγίας, στα βόρεια του νησιού. Το όνομα “Βαρβάκης” προήλθε από ένα υποκοριστικό που του έδωσαν οι συχγωριανοί του. Στο νησί υπήρχαν πολλά γεράκια με μεγάλα μαύρα μάτια, τα οποία οι Ψαριανοί αποκαλούσαν “βαρβάκια”. Οι φίλοι του Γιάννη συνήθιζαν να τον φωνάζουν κι αυτόν “βαρβάκι”, εξαιτίας των μαύρων ματιών του και του ορμητικού του χαρακτήρα. Έτσι ο Γιάννης Λεοντής έγινε Γιάννης Βαρβάκης και το όνομα πέρασε στην ιστορία.


Ο πειρατής Βαρβάκης
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Γιάννης ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του. Ήδη από την ηλικία των 8 ετών, ο πατέρας του άρχισε να του μαθαίνει την τέχνη του ναυτικού. Στα 10, είχε φτάσει στο σημείο να πυροβολεί με το κανόνι του πλοίου. Ο γιος του καπετάν Ανδρέα ξεκίνησε από τα χαμηλότερα στρώματα, ως απλός μούτσος και έκανε τις ίδιες δουλειές με όλους τους άλλους. Ξεχώρισε και κέρδισε τον σεβασμό των ναυτών με τη σκληρή δουλειά και την ευστροφία του. Στα 17, ο καπετάν Ανδρέας του έδωσε μερίδιο από τα έσοδα για να ναυπηγήσει το δικό του πλοίο.
Το πρώτο καράβι του Βαρβάκη ήταν μία γαλιότα μήκους 42 μέτρων και πλάτους 5 μέτρων. Διέθετε και πολυβόλα, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει και ως καταδρομικό, πολεμικό πλοίο εκτός από εμπορικό. Με πλήρωμα περίπου 100 άνδρες, ο Βαρβάκης ξεκίνησε να εμπορεύεται με γειτονικά νησιά του Αιγαίου και σύντομα ανοίχτηκε προς την υπόλοιπη Ευρώπη.
Με το γρήγορο και άρτια οπλισμένο καράβι του, ο Βαρβάκης επιδόθηκε στην πειρατεία. Συνεργαζόταν με Άγγλους και Ρώσους και έκανε επιθέσεις εναντίον των Οθωμανών για να πολλαπλασιάσει τα κέρδη του και να τους εξοργίσει.
Το 1768 η πειρατική του καριέρα διακόπηκε απότομα, γιατί ο οθωμανικός στόλος πήρε πολύ αυστηρά μέτρα εναντίον των Ελλήνων ναυτικών. Τους αιχμαλώτιζε και τους εκτελούσε, ενώ κατέστρεφε ολοσχερώς τα πολύτιμα πλοία τους. Το συνεχές κυνήγι είχε κουράσει τον νιόπαντρο Βαρβάκη, ο οποίος πήρε μια μεγάλη απόφαση για να δώσει οριστικό τέλος στην κατάσταση.
Πούλησε το καράβι του και όλη του την περιουσία. Με τα χρήματα αγόρασε ένα καινούριο πολεμικό πλοίο και προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Ρώσο ναύαρχο Ορλώφ. Ο ρώσικος στόλος βρισκόταν στα νότια της Πελοποννήσου για να υποστηρίξει την εξέγερση της Μάνης εναντίον των Οθωμανών.
Το καλοκαίρι του 1770, μετά από συνεχείς ναυμαχίες στα ανοιχτά της Πελοποννήσου, ο οθωμανικός στόλος αναγκάστησε να αποχωρήσει και να αναζητήσει καταφύγιο. Οι Οθωμανοί κρύφτηκαν στα στενά της Μικράς Ασίας για να ανασυνταχθούν και οι Ρώσοι μάταια τους αναζητούσαν στα νερά του ανατολικού Αιγαίου, που τους ήταν άγνωστα.
Ο Βαρβάκης όμως γνώριζε άριστα την περιοχή και ενημέρωσε τον ναύαρχο Ορλώφ ότι δύο ήταν οι πιθανές περιοχές που μπορεί να είχε αγκυροβολήσει ο οθωμανικός στόλος, είτε στα στο λιμάνι της Σμύρνης είτε στον κόλπο του Τσεσμέ.
Η ναυμαχία του Τσεσμέ
Ο Βαρβάκης εντόπισε τους Οθωμανούς στον κόλπο του Τσεσμέ και ενημέρωσε τους Ρώσους, οι οποίοι αποφάσισαν να ναυμαχήσουν μέχρι την εξόντωση του εχθρικού στόλου. Ζήτησαν απ’ τους Έλληνες ναυτικούς των γειτονικών νησιών να παρέχουν τα πλοία τους ως πυρπολικά για να βοηθήσουν την αποστολή. Ο Βαρβάκης ήταν απ’ τους πρώτους που προσφέρθηκαν, αλλά απαίτησε να διοικήσει ο ίδιος το καράβι του.


Στις 26 Ιουνίου του 1770, δύο μέρες μετά τα 25α γενέθλια του Βαρβάκη, ξεκίνησε μια από τις μεγαλύτερες ναυμαχίες της Μεσογείου. Ο Βαρβάκης πλησίασε με το καράβι του τον εχθρικό στόλο και χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, το έδεσε με ένα οθωμανικό πλοίο. Διέταξε το πλήρωμά του να αποβιβαστεί στην εφεδρική βάρκα για να φύγουν, αλλά ο ίδιος έμεινε στο πυρπολικό, μέχρι να σιγουρευτεί ότι θα γίνει σωστά η ανατίναξη. Πήδηξε στη θάλασσα την τελευταία στιγμή και οι ναύτες τον ανέσυραν ημιλυπόθυμο.
Το καράβι του Βαρβάκη ανατινάχτηκε, παρασύροντας και πολλά πλοία του οθωμανικού στόλου, καθώς ήταν κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Η ναυμαχία έληξε με το θρίαμβο των Ρώσων και την ολοσχερή καταστροφή του οθωμανικού στόλου.
Ο Ρώσος ναύαρχος Ορλώφ αποκάλεσε τον Βαρβάκη “εθελοντή ήρωα του Τσεσμέ” και του είπε να ζητήσει όποια χάρη ήθελε από την αυτοκράτειρα της Ρωσίας, Αικατερίνη. Ο Βαρβάκης ζήτησε μόνο ένα καράβι για να αντικαταστήσει αυτό που έχασε στη ναυμαχία. Η Αικατερίνη τον ενέταξε στον αυτοκρατορικό στρατό με το βαθμό του υπολοχαγού και το 1771, ο Βαρβάκης αγόρασε ένα καινούριο και μεγαλύτερο πλοίο από αυτό που έχασε στο Τσεσμέ. Ο ναυτικός συνέχισε να αγωνίζεται εναντίον των Οθωμανών ως επικεφαλής του ψαριανού στόλου των καταδρομικών.
Το 1774, όταν υπογράφηκε η ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, ο Βαρβάκης επέστρεψε στην εμπορική ναυτιλία, με την οποία θα συγκέντρωνε τα πλούτη που θα του επέτρεπαν να ευεργετήσει και την πατρίδα του. Αντλήθηκαν πληροφορίες από τη σειρά «Ελλάδα των Ευεργετών, Ιώαννης Βαρβάκης».

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Ο Απροσκύνητος Νικηταράς ο τουρκοφάγος !

nikitaras
Σαν σήμερα έφυγε ο Ανιδιοτελής  αγωνιστής του ’21 Νικηταράς ο Τουρκοφάγος.Φυλακίστηκε,τυφλώθηκε, έγινε ζητιάνος αλλά…αρνήθηκε τα λεφτά του Πρέσβη
Διαβάστε την διδακτική ιστορία του “Νικηταρά του Τουρκοφαγου” που δίδαξε τι σημαίνει να είσαι…Ελεύθερος Έλληνας !Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ή Τουρκοφάγος…γεννήθηκε το 1784 στη Νέδουσα (Μεγάλη Αναστάσοβα) ένα μικρό χωριό που βρίσκεται στους πρόποδες του Ταϋγέτου, 25 χλμ από την πόλη της Καλαμάτας και πέθανε πάμφτωχος στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 στον Πειαραιά. Καταγόταν από το χωριό Τουρκολέκα, του δήμου Φαλαισίας της Μεγαλόπολης.
Ήταν ανηψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Υπόγραφε και με το όνομα Τουρκολέκας ή Τουρκολακιώτης και μ΄ αυτό αναφέρεται σε μερικά δημοτικά τραγούδια. Τελικά όμως επικράτησε το επώνυμο Σταματελόπουλος από το βαπτιστικό όνομα του πατέρα του (Σταματέλος). Υπηρέτησε όπως και ο Κολοκοτρώνης στον αγγλικό στρατό, στα Επτάνησα. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821.
Συντηρούσε δικό του σώμα ενόπλων με άνδρες που προέρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας.Με την έκρηξη της Επανάστασης, στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας στις 12 – 13 Μαϊου 1821 (είχε προηγηθεί μια συμπλοκή στο Λεβίδι τον Απρίλη), ο Νικηταράς που κρατούσε με 200 άντρες τα Άνω Δολιανά, κατάφερε να αποκρούσει 6.000 Τούρκους που επιτίθεντο με πυροβολικό. Επειδή έπεσαν πολλοί Τούρκοι από το χέρι του σ’ εκείνη τη μάχη, οι άντρες του τον ονόμασαν Τουρκοφάγο.
Διακρίθηκε και στις μάχες που ακολούθησαν, όπου συνεργάστηκε με τον θείο του, κυρίως δε στην πολιορκία και την άλωση της Τρίπολης. Νικηταρά – Νικηταρά πού’χεις στα πόδια σου φτερά και στην καρδιά ατσάλι Όταν η Τρίπολη καταλήφθηκε από τους Έλληνες, δεν ζήτησε κανένα λάφυρο για τον εαυτό του κι όταν τον πρόσφεραν ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί, το έκανε δώρο στην προσωρινή κυβέρνηση. Όταν οι Έλληνες κατέστρεψαν τη στρατιά του Δράμαλη στα στενά των Δερβενακίων, ο Νικηταράς μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Παπαφλέσσα, είχε καταλάβει την χαράδρα γύρω από τον Άγιο Σώστη, απ’ όπου θα περνούσαν οι Τούρκοι, τους προκάλεσε δε μεγάλη καταστροφή.
Καθώς ο Δράμαλης υποχωρούσε προς το Άργος, ο Νικηταράς κατέλαβε την οχυρή θέση Αγινόρι και σκότωσε πολλούς Τούρκους που προσπάθησαν να διαφύγουν μέσω αυτής. Συνετέλεσε στο να υποχωρήσει τελικά ο Δράμαλης, υφιστάμενος πανωλεθρία. Στην μάχη αυτή πήρε και το όνομα τουρκοφάγος καθώς σύμφωνα με ιστορικές πηγές έσπασε τρεις πάλες με την δύναμη με την οποία χτυπούσε . Στο τέλος της μάχης το χέρι του είχε μαρμαρώσει και δεν μπορούσε να αφήσει την πάλα.(26 – 28 Ιουλίου 1822).Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές ακόμη μάχες μέχρι που απελευθερώθηκε η χώρα.
Επί Καποδίστρια και Όθωνα ανήκε στο κόμμα των Ναπαίων (Ρωσόφιλων). Η ελληνική κυβέρνηση, φοβούμενη ότι το ρωσόφιλο κόμμα επεδίωκε να αντικαταστήσει τον βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσο πρίγκιπα, συνέλαβε τον Νικηταρά το 1839 και τον καταδίκασε, αν και παντελώς αθώο, σε ενάμιση χρόνο φυλακή, την οποία εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας.
Όταν αποφυλακίστηκε ήταν σχεδόν τυφλός. Έζησε λίγα ακόμη χρόνια με μια μηδαμινή (άλλες πηγές αναφέρουν καμία σύνταξη) σύνταξη και πέθανε το 1849 στον Πειραιά. Ήταν μάλιστα τόσο φτωχός που κατάντησε ζητιάνος στα σοκάκια του Πειραιά. Η αρμόδια αρχή η οποία χορηγούσε πόστα είχε ορίσει μια ορισμένη μέρα στον ήρωα επαίτη μια θέση μια μέρα της εβδομάδος κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε (!) να επαιτεί κάθε Παρασκευή!
Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη της Μεγάλης Δύναμης, αυτός απεστάλθη από την κυβέρνηση του στο πόστο όπου επαιτούσε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του. „Τι κάνετε στρατηγέ μου;“ ρώτησε ο ξένος „Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα“ απάντησε υπερήφανα ο ήρωας. „Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στον δρόμο;“ επέμενε ο ξένος. „Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος“ απήντησε περήφανα ο Νικηταράς.
Ο ξένος κατάλαβε, και διακριτικά, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο:“ Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!!!“ Στις 25(ή 27) του Σεπτέμβρη του 1849, ο γενναιότερος των γενναίων, πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός και πάμφτωχος. Αυτή ήταν η ελληνική υπερηφάνεια που έκανε την Ελλάδα ελεύθερη.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Ο Απροσκύνητος Χριστόφορος Σταυρόπουλος

Συνεχίζοντας την έρευνά μας πάνω στους αγνώστους, στο ευρύ κοινό, Έλληνες ήρωες, οι οποίοι ξεπροβάλλουν από κάθε σελίδα της μακραίωνης ιστορίας μας θυμίζοντάς μας πως ακόμα κι αν οι πιθανότητες σε κάθε περίσταση της ζωής μας δείχνουν να είναι εναντίον μας, πάντα θα υπάρχει κάποια μικρή δίοδος που θα φέρει την ανατροπή… Ή ακόμα κι αν δεν την φέρει, αξίζει σίγουρα η προσπάθεια…
«Νοιώθω σαν να χτυπάμε τα κεφάλια μας στα σίδερα. Πολλά κεφάλια θα σπάσουν. Μα κάποια
στιγμή, θα σπάσουν και τα σίδερα…» Νίκος Καζαντζάκης

Στο παρόν άρθρο θα επικεντρωθούμε σε μία ακόμη μεγάλη προσωπικότητα, έναν «ατσαλένιο» μαχητή που έδρασε κατά την περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής το 1922. Το όνομά του Χριστόφορος Σταυρόπουλος. Η ειδικότητά του Αεροπόρος Λοχίας, Β’ Μοίρα Στρατιωτικής Αεροπορίας. Κόντρα στα προγνωστικά και στον -εκτός των άλλων- ψυχολογικό πόλεμο που τους έκαναν οι Τούρκοι έκανε το καθήκον του…
Ο ελληνικός στρατός κατακρεουργήθηκε στο μικρασιατικό μέτωπο από τις ορδές του Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος στην συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία είχε και τις Μεγάλες Δυνάμεις στο πλευρό του, καθώς συνέκλιναν τότε τα συμφέροντά τους.
Οι Έλληνες, όμως, πρώτα τους έδωσαν ένα καλό μάθημα, αποδεικνύοντας για ακόμη μία φορά ότι κανείς δεν μπορεί να κάμψει το φρόνημα, το πείσμα, την τρέλλα και την αγάπη τους για την Ελλάδα.

Συγκεκριμένα, την στιγμή που οι πυροβολισμοί και τα τελεσίγραφα έπεφταν βροχή από τα τουρκικά αεροσκάφη με στόχο να λυγίσουν τους Έλληνες στρατιώτες και να τους τρέψουν σε φυγή, εκείνοι πείσμωναν ακόμα περισσότερο κι έμεναν αμετακίνητοι στις θέσεις τους.
Τα τελεσίγραφα περιείχαν μηνύματα τύπου: «Έλληνες μην πολεμάτε σ’ έναν πόλεμο που δεν είναι δικό σας. Είστε μακριά από τα σπίτια σας. Μόνο ο θάνατος σας περιμένει. Φύγετε!»
Ξαφνικά εμφανίζεται πάνω από τα ελληνικά στρατεύματα ένα τουρκικό μαχητικό αεροσκάφος (breguet), το οποίο εκτός από την ρίψη προκηρύξεων εντόπιζε μία προς μία τις θέσεις τους και ετοιμαζόταν για επίθεση.
Βλέποντας αυτό ο Λοχίας Χριστόφορος Σταυρόπουλος σε συνεργασία με τον Ανθυπασπιστή Ευάγγελο Παπαδάκο πετούν εσπευσμένα προς αναζήτηση του.
Όταν το εντοπίζουν ξεκινά μία από τις σημαντικότερες αερομαχίες στην ιστορία του Μικρασιατικού Πολέμου.

Ενώ ανταλλάσσονταν πυρά για περίπου 20 λεπτά και σε ύψος 2.800μ. από το έδαφος, το τουρκικό αεροσκάφος αναγκάζεται να υποχωρήσει. Οι Έλληνες αεροπόροι, όμως, δεν εγκαταλείπουν… Συνεχίζουν να  το καταδιώκουν, ώσπου το κατέρριψαν φλεγόμενο μέσα στις ελληνικές γραμμές.
Πέραν αυτού, όμως, άξιο θαυμασμού είναι και αυτό που έκανε ο Λοχίας Σταυρόπουλος μετά την εξολόθρευση του εχθρού…

Όπως προαναφέραμε, το αεροσκάφος των Τούρκων έπεσε στην περιοχή, στην οποία έδραζαν τα ελληνικά στρατεύματα. Έτσι, ο Χριστόφορος αποφάσισε χωρίς δεύτερη σκέψη να κηδεύσει τους δύο πεσόντες αντιπάλους σύμφωνα με τα μουσουλμανικά έθιμα και όλες τις στρατιωτικές τιμές! Εκτοξεύοντας φωτοβολίδες γνωστοποίησαν στους Τούρκους μια μικρή προσωρινή ανακωχή, ώστε να κηδεύσουν τους πεσόντες του αντίπαλου στρατοπέδου και έπειτα έριξαν έναν φάκελο, μέσα στον οποίον είχαν τοποθετήσει τα ατομικά είδη των φονευθέντων στην αερομαχία της 12ης Ιουλίου 1922 και μια επιστολή, με την οποία πληροφορούσαν τις τουρκικές αρχές για το θάνατό τους και την ταφή τους στον ελληνικό τομέα.
«Σας γνωστοποιούμε ότι οι δύο πιλότοι σας ο Κεμάλ Μπεη και ο Αχμετη Μπαχατιν έπεσαν τιμημένα πάνω στην μάχη με Έλληνες πιλότους. Επιστρέψτε τα είδη τους στις οικογένειες τους και πείτε ότι ετάφησαν με όλες τις στρατιωτικές τιμές και με σύμφωνα με την θρησκεία σας».

Γι αυτήν του την ενέργεια ο Χριστόφορος έλαβε το αξίωμα του Ανθυπολοχαγού! Έπραξε όπως κάθε Έλληνας πρόγονός του, ο οποίος σε αντίθεση με τις βαρβαρότητες κάποιων λαών, αντιμετώπιζε στο πεδίο της μάχης τον αντίπαλό του, στεκόμενος πάντοτε με σεβασμό απέναντι σε αυτόν.
Ο Ανθυπολοχαγός, πλέον, Σταυρόπουλος βρήκε τραγικό θάνατο πάνω στο καθήκον και συγκεκριμένα το 1923…
--> 
«Ἀεὶ ὑψικρατεῖν»! Πάντα έχοντας το βλέμμα στραμμένο προς τον ουρανό οι Έλληνες στρατιώτες δεν υπολογίζουν τίποτα μπρος στον κίνδυνο και βάζουν πάνω και πέρα απ’ όλα την πατρίδα μας σεβόμενοι πάντα τον άνθρωπο…
ΠΥΓΜΗ.gr
Από το olympia


Μπορείτε ελεύθερα να αναδημοσιεύσετε όποιο κείμενο θέλετε . Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για την αναδημοσίευση κειμένων του ιστολογίου "ΟΙ ΑΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΙ" , είναι η σαφής αναφορά σ΄αυτό μ΄ενεργό λινκ .

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Ο απροσκύνητος ταγ/χης Κωνσταντίνος Βερσής


Ο ταγματάρχης του πυροβολικού Κωνσταντίνος Βερσής τίναζε τα μυαλά του στον αέρα, για να μην παραδώσει τα πυροβόλα του στον Γερμανό εισβολέα. Η φήμη για το συνταρακτικό αυτό γεγονός κυκλοφόρησε με ταχύτητα αστραπής ανάμεσα στον διαλυόμενο ελληνικό στρατό και γέννησε ιερό δέος στις ψυχές των χθεσινών νικητών.
Ο ταγματάρχης του πυροβολικού Κωνσταντίνος Βερσής τίναζε τα μυαλά του στον αέρα, για να μην 
παραδώσει τα πυροβόλα του στον Γερμανό εισβολέα. Η φήμη για το συνταρακτικό αυτό γεγονός 
κυκλοφόρησε με ταχύτητα αστραπής ανάμεσα στον διαλυόμενο ελληνικό στρατό και γέννησε ιερό
 δέος στις ψυχές των χθεσινών νικητών.

Στις 23 Απριλίου 1941 υπογραφόταν στην Θεσσαλονίκη, από τον αντιστράτηγο Τσολάκογλου, τον Γερμανό στρατάρχη Γιόλντ και τον Ιταλό στρατηγό Φερέρο το 3ο πρωτόκολλο ανακωχής, υπό τον τίτλο Σύμβασις Συνθηκολογήσεως.
Το άρθρο 4 προέβλεπε τα ακόλουθα:
Τα όπλα, άπαν το πολεμικόν υλικόν και τα αποθέματα της στρατιάς ταύτης, συμπεριλαμβανομένου και του αεροπορικού υλικού, ως και αι επίγειοι εγκαταστάσεις της αεροπορίας είναι λεία πολέμου. Στο δε άρθρο 5 διαβάζουμε μεταξύ άλλων: Η Ανωτάτη Διοίκησις των ελληνικών στρατευμάτων θα φροντίση, με παν μέσον, όπως παύση πάσα καταστροφή ή εκμηδένισις πολεμικού υλικού και προμηθειών...
Ιδού πώς περιγράφει το συμβάν ο Μάνος Κατράκης που το έζησε: "Υπηρέτησα κατά τον πόλεμο του 1940-41 στο Ά Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού ως στρατιώτης, με λοχαγό τον Τζακ Κατσόγιαννο και διοικητή μοίρας τον ταγματάρχη Βέρση... Προς το τέλος του πολέμου, η πυροβολαρχία μας ήταν ταγμένη έξω από το Αργυρόκαστρο προς Τεπελένι, στ' αριστερά του Αώου ποταμού. Επέστρεφα έφιππος στη μονάδα μου από τα Γιάννενα, όπου είχα πάει με ειδική αποστολή του λοχαγού, όταν, περνώντας από το αλβανικό χωριό Καλοκαρατζή, σκέφτηκα να χαιρετήσω τον φίλο μου και συγγραφέα Άγγελο Τερζάκη, που υπηρετούσε ως γραφέας στη διοίκηση του Αρχηγείου Πυροβολικού. "Είπαμε για λίγο τα δικά μας, αποχαιρετηθήκαμε κι ενώ έφευγα καβάλα στο άλογό μου, ο Άγγελος με φώναξε να γυρίσω πίσω. Ζύγωσα πάλι κοντά, μ' ανάγκασε να σκύψω και ψιθυριστά μου εμπιστεύθηκε το μεγάλο μυστικό: Έχουμε λάβει διαταγή για γενική υποχώρηση, θα κοινοποιηθεί εντός της ημέρας. "Έμεινα άναυδος να τον κοιτάζω... Χωρίσαμε δακρυσμένοι και σιωπηλοί... Στα Γιάννενα πήραμε διαταγή να παραδώσουμε τον οπλισμό μας. Εκατοντάδες στρατιώτες και αξιωματικοί πετούσαν κατά γης τα όπλα κι έφευγαν δρομέως. Σωροί από κάρα, πυροβόλα, κάθε λογής εφόδια και ό,τι δυσκόλευε την πορεία της επιστροφής, εγκαταλείπονταν από ΄δω και από κεί... Μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα, κάποια στιγμή, μια δυνατή φωνή ξεχώρισε να καλεί όσους ήμασταν του πρώτου Πεδινού. Ήταν ο ταγματάρχης μας Βερσής. Όσοι είχαμε μείνει, μαζευτήκαμε γύρω του. Τότε, εκείνος, ρίχνοντας μια ματιά σε όλους, σαν να ήθελε να μας αγκαλιάσει, είπε, ενώ τον έπνιγε η συγκίνηση: Παιδιά μου, προδοθήκαμε. Κάναμε το χρέος μας. Φεύγω από κοντά σας, υπερήφανος για σας. Καλή πατρίδα, καλή λευτεριά! "Έφυγε αργά πάνω στο άλογό του, αφήνοντας μας βουβούς και σκυθρωπούς. Δεν πέρασε λίγη ώρα και από τη μεριά του ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ο ταγματάρχης δεν άντεξε την ντροπή". (Κωνσταντίνα Χατζηπατέρα και Μαρίας Φαφαλιού: "Μαρτυρίες '40-'41", Β' έκδοση, σελ. 375). Όπως θα δούμε στη συνέχεια, το τελευταίο σημείο της μαρτυρίας του Κατράκη δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, δεν υπήρξε απλώς ένας πυροβολισμός, αλλά ένα τελετουργικό θυσίας, πρωτοφανές στα ελληνικά πολεμικά χρονικά. Την ίδια μοιραία ημέρα ο ταγματάρχης του πυροβολικού Κωνσταντίνος Βερσής τίναζε τα μυαλά του στον αέρα, για να μην παραδώσει τα πυροβόλα του στον Γερμανό εισβολέα. Η φήμη για το συνταρακτικό αυτό γεγονός κυκλοφόρησε με ταχύτητα αστραπής ανάμεσα στον διαλυόμενο ελληνικό στρατό και γέννησε ιερό δέος στις ψυχές των χθεσινών νικητών.

Ο ταγματάρχης του πυροβολικού Κωνσταντίνος Βερσής.
Ιδού πώς περιγράφει το συμβάν ο Μάνος Κατράκης που το έζησε:
"Υπηρέτησα κατά τον πόλεμο του 1940-41 στο Ά Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού ως στρατιώτης, με λοχαγό τον Τζακ Κατσόγιαννο και διοικητή μοίρας τον ταγματάρχη Βέρση... Προς το τέλος του πολέμου, η πυροβολαρχία μας ήταν ταγμένη έξω από το Αργυρόκαστρο προς Τεπελένι, στ' αριστερά του Αώου ποταμού. Επέστρεφα έφιππος στη μονάδα μου από τα Γιάννενα, όπου είχα πάει με ειδική αποστολή του λοχαγού, όταν, περνώντας από το αλβανικό χωριό Καλοκαρατζή, σκέφτηκα να χαιρετήσω τον φίλο μου και συγγραφέα Άγγελο Τερζάκη, που υπηρετούσε ως γραφέας στη διοίκηση του Αρχηγείου Πυροβολικού.
"Είπαμε για λίγο τα δικά μας, αποχαιρετηθήκαμε κι ενώ έφευγα καβάλα στο άλογό μου, ο Άγγελος με φώναξε να γυρίσω πίσω. Ζύγωσα πάλι κοντά, μ' ανάγκασε να σκύψω και ψιθυριστά μου εμπιστεύθηκε το μεγάλο μυστικό:
Έχουμε λάβει διαταγή για γενική υποχώρηση, θα κοινοποιηθεί εντός της ημέρας.
"Έμεινα άναυδος να τον κοιτάζω... Χωρίσαμε δακρυσμένοι και σιωπηλοί... Στα Γιάννενα πήραμε διαταγή να παραδώσουμε τον οπλισμό μας. Εκατοντάδες στρατιώτες και αξιωματικοί πετούσαν κατά γης τα όπλα κι έφευγαν δρομέως. Σωροί από κάρα, πυροβόλα, κάθε λογής εφόδια και ό,τι δυσκόλευε την πορεία της επιστροφής, εγκαταλείπονταν από ΄δω και από κεί...
Μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα, κάποια στιγμή, μια δυνατή φωνή ξεχώρισε να καλεί όσους ήμασταν του πρώτου Πεδινού. Ήταν ο ταγματάρχης μας Βερσής. Όσοι είχαμε μείνει, μαζευτήκαμε γύρω του. Τότε, εκείνος, ρίχνοντας μια ματιά σε όλους, σαν να ήθελε να μας αγκαλιάσει, είπε, ενώ τον έπνιγε η συγκίνηση:
Παιδιά μου, προδοθήκαμε. Κάναμε το χρέος μας. Φεύγω από κοντά σας, υπερήφανος για σας. Καλή πατρίδα, καλή λευτεριά!
"Έφυγε αργά πάνω στο άλογό του, αφήνοντας μας βουβούς και σκυθρωπούς. Δεν πέρασε λίγη ώρα και από τη μεριά του ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ο ταγματάρχης δεν άντεξε την ντροπή". (Κωνσταντίνα Χατζηπατέρα και Μαρίας Φαφαλιού: "Μαρτυρίες '40-'41", Β' έκδοση, σελ. 375).
Όπως θα δούμε στη συνέχεια, το τελευταίο σημείο της μαρτυρίας του Κατράκη δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, δεν υπήρξε απλώς ένας πυροβολισμός, αλλά ένα τελετουργικό θυσίας, πρωτοφανές στα ελληνικά πολεμικά χρονικά.
 Ο ταγματάρχης του πυροβολικού Κωνσταντίνος Βέρσης τίναζε τα μυαλά του στον αέρα, για να μην παραδώσει τα πυροβόλα του στον Γερμανό εισβολέα. Η φήμη για το συνταρακτικό αυτό γεγονός κυκλοφόρησε με ταχύτητα αστραπής ανάμεσα στον διαλυόμενο ελληνικό στρατό και γέννησε ιερό δέος στις ψυχές των χθεσινών νικητών.

Κατέστρεψε τα πυροβόλα
Πριν όμως παρουσιάσουμε το τελετουργικό, θα επικαλεσθούμε και τη μαρτυρία του Αγγέλου Τερζάκη, που δεν ήταν, βέβαια, παρών στο περιστατικό, αλλά το πληροφορήθηκε από στόμα σε στόμα:
"Με πεισματωμένη πίκρα, πένθιμα, γράφει ο Τερζάκης, στην "Ελληνική Εποποιία", οι νικητές της Ιταλίας άρχιζαν να παρελαύνουν σε μακρυές θεωρίες από τους τόπους όπου τους είχαν ορίσει να παραδώσουν τον οπλισμό τους, να πετάνε χάμου, σε σωρούς, σαν παλιοσίδερα, τα τιμημένα όπλα τους. Ένας νέος, λεβέντης πυροβολάρχης, έξω από τα Γιάννενα, τίναξε, την ώρα εκείνη, τα μυαλά του πάνω στα κανόνια του". ("Ελληνική Εποποιία 1940-41", Β' έκδοση, σελ. 222).
Σ' αυτό το βιβλίο του , ο Τερζάκης δεν κατονομάζει - κακώς - των πυροβολάρχη. Στον "Απρίλη" του όμως δεν παραλείπει να τον κατονομάσει:
"Η διαταγή ήρθε πρωί-πρωί να παραδώσουμε τον οπλισμό μας. Ήμασταν αιχμάλωτοι. Κατά το μεσημέρι, την ώρα που παραδίδονταν στους Γερμανούς τα πυροβόλα, αυτοκτόνησε ο ταγματάρχης Βερσής και δύο λοχίες. Είχανε κρατήσει τον όρκο πως ο πυροβολητής πεθαίνει πάνω στο πυροβόλο του, αλλά δεν το εγκαταλείπει". ("Απρίλης", Γ' έκδοση, σελ. 178).
Στο σημείο αυτό, θα παρουσιάσουμε το τελετουργικό της θυσίας, όπως το περιγράφει ο υποστράτηγος Ι. Α. Βερνάρδος:
"Το V Σύνταγμα Πυροβολικού παρέδωσε τα πυροβόλα και τον οπλισμό του εις το χωρίον Σταυράκι. Η ταχύπτερος φήμη έφερε μέχρις ημών την νύκτα της επομένης, ότι ο ταγματάρχης πυροβολικού Βερσής Κωνσταντίνος, διοικητής μοίρας πυροβολικού, ετίμησε, κατά τρόπον μεγαλειώδη, το υπερήφανον όπλον του. Όταν, δηλαδή, έλαβε την διαταγή να παραδώση τα πυροβόλα του, συνεκέντρωσεν τους άνδρας της μοίρας του με μέτωπον προς νότον, προς την αιώνιαν Ελλάδα. Διέταξε και πάντες έψαλαν τον Εθνικό μας Ύμνον, και κατόπιν, αφού ησπάσθη τα πυροβόλα του, έδωσε διαταγήν και τα συνέτριψαν με δυναμίτιδα. Κι ενώ ακόμη το έδαφος εσείετο από τας εκρήξεις, ο Βερσής, στηρίξας το περίστροφόν του εις τον δεξιόν του κρόταφον, ηυτοκτόνησε". (Ι.Α. Βερνάρδου "Τρεμπεσίνα", σελ. 176. Εκδόσεις Ν. Αλικιώτης και Υιοί).
Η περιγραφή αυτή του Βερνάρδου θεωρείται έγκυρη γιατί στηρίζεται στην επίσημη ιστορία του στρατού (Δ.Ι.Σ. Φ.641). Αλλά και όσοι άλλοι ασχολήθηκαν με το θέμα, παραπέμπουν στην ίδια πηγή. Στην "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" διαβάζουμε:
"Την ίδια μέρα, ο αγώνας της Ελλάδος σημαδεύτηκε από την πράξη ενός μαχητή στο μέτωπο, που συμβόλιζε το δράμα της χώρας μας και του λαού της. Στη σχετική με τη δράση του Α' Σώματος Στρατού έκθεση αναγράφεται: Ο ταγματάρχης του Πυροβολικού Βερσής, διαταχθείς υπό των Γερμανών να παραδώση τα πυροβόλα της μοίρας του, αφού συνεκέντρωσε ταύτα και τους απέδωκε τιμάς, ηυτοκτόνησε, ενώ η μοίρα του έψαλλε τον Εθνκόν Ύμνον". ("Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", τόμος ΙΕ', σελ. 451. Εκδοτική Αθηνών).
Αξιοπρόσεκτη είναι επ' αυτού η άποψη του Μανόλη Ανδρόνικου, ο οποίος, με βάση ην ίδια πηγή (Δ.Ι.Σ. Φ. 641), αναφέρεται στο συμβάν και σημειώνει:
"Δεν νομίζω, πως ο ταγματάρχης Βερσής ήταν ήρωας, όπως δεν ήταν ήρωες ούτε ο Λευτέρης Αναστασιάδης, που έχασε τα πόδια του στην Αλβανία και τη ζωή του ύστερα στην Αθήνα, ούτε ο Ηλίας ο Καπέσης κι ο Σωκράτης ο Διορινός που στήθηκαν μπροστά στο γερμανικό απόσπασμα... Κάποτε, στη ζυγαριά δεν βαραίνουν μήτε η ζωή μήτε ο θάνατος, όσο βαραίνει κάτι άλλο, αυτό που λέμε ανθρωπιά, αξιοπρέπεια, χρέος, τιμή, λευτεριά". (Εφ. Το Βήμα 1-4-81).
Αν ο Βερσής δεν υπήρξε ήρωας με τη θυσία του - όπως πίστευε ο Ανδρόνικος - στάθηκε ήρωας με τη δράση του στους πολέμους όπου έλαβε μέρος: Τον Μικρασιατικό και τον Ελληνοϊταλικό.
Κατά τον Μικρασιατικό πόλεμο, βροχή πέφτουν οι προτάσεις των ανωτέρων του για την απονομή αριστείων και εύφημου μνείας στον Βερσή. Ενδεικτικώς αναφέρουμε τις ακόλουθες:
1) "Ημερησία Διαταγή 7ης Πυροβολαρχίας 3ης Μεραρχίας Γ.Σ.Π.Π. 1 Μαρτίου 1922. Ανθυπολοχαγόν Βερσήν Κωνταντίνον προτείνω, ίνα τω απονεμηθή το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας, διότι κατά το εγχείρημα της 1ης Μαρτίου επί του λόφου Κατραλή, παρά τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού και το γεγονός ότι διά πρώτην φοράν εβαπτίζετο εις το πυρ, επέδειξεν ζηλευτήν ευψυχίαν, ωραίον θάρρος, απόλυτον αφοσίωσιν προς το καθήκον και περιφρόνησιν προς τον κίνδυνον. Π. Μοσχοβίτης".
2) "Ημερησία Διαταγή Μεραρχίας 6 Μαρτίου 1922. Ποιούμαι εύφημον μνείαν του ανθυπολοχαγού Κ. Βερσή, διότι κατά την υπό του τμήματος πεζικού γενομένην επιδρομήν την 4ην ώραν της 1ης Μαρτίου προς υφαρπαγήν του έναντι του λόφου Κατραλή εχθρικού φυλακίου, κατέβαλεν ζηλευτήν προσπάθειαν διά την πλήρη επιτυχίαν της ενεργηθείσης επιδρομής, αιχμαλωτισθείσης απάσης της δυνάμεως του εχθρικού φυλακίου υπό του ανθυπολοχαγού Βερσή Κωνσταντίνου".
"Απόσπασμα Ημερησίας Διαταγής Γ.Σ.Π.Π. 13-5-1922. Ποιούμαι εύφημον μνείαν του ανθυπολοχαγού Βερσή Κ., διότι, υπό την προστασίαν ολίγων μόνον ανδρών του πεζικού, μετέβη δι' αναγνώρισιν, κατ' επανάληψιν, προς Κεϋπλού, προχωρήσας περί τα δύο χιλιόμετρα εκτός των γραμμών μας και πλησιάσας το χωρίον τούτο... Καίτοι δε εβλήθησαν δραστικούς υπό εχθρικού πεζικού, αψηφών προφανή κίνδυνον της ζωής αυτού και πιθανήν αιχμαλωσίαν, εξετέλεσεν βολήν εναντίον Κεϋπλού και διαφόρων άλλων στόχων, εξαναγκάσας τον εχθρόν να εκκενώσει εκ νέου το Κεϋπλού και να εγκατάλειψη τας θέσεις του. Προτείνω ίνα διαμνημονευθή εις την ημερησίαν διαταγήν της Μεραρχίας. Ο Διοικητής του Συντάγματος Γαρέζος Ιωάννης".



Έλληνες πυροβολητές χορεύουν γύρω από το πυροβόλο τους!
Αυτοθυσία και ηρωισμός Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, ταγματάρχης πλέον ο Βερσής, συνεχίζει να δείχνει, στο πεδίο της μάχης, τα σπάνια επαγγελματικά και ψυχικά του χαρίσματα, όπως αποδεικνύεται από την ακόλουθη ημερησία διαταγή: "Α' Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού. Ημερησία Διαταγή Αξιωματικών Συντάγματος της 25ης Απριλίου 1941. Τον ταγματάρχην Βερσήν Κωνσταντίνον προτείνω δια την προαγωγήν εις ανώτερον βαθμόν διότι, διοικητής της 1ης Μοίρας τυγχάνων, α) Κατά την κλιμάκωσιν των πυροβολαρχιών του από του 17ου χιλιομέτρου βορείως Αργυροκάστρου, ήτοι επί των θέσεων Παλαιοκάστρας - Αργυροκάστρου - Βλαχοκοράντζι, από 16 έως 20 Απριλίου 1941, επεδείξατο εξαιρετικήν ψυχραιμίαν, θάρρος και αυτοθυσίαν, συντελέσας διά των πυρών της Μοίρας του να επιφέρη μεγάλας απωλείας εις τον εχθρόν και να επιβραδύνη αυτόν, ώστε η απαγκίστρωσις των Συνταγμάτων της 8ης Μεραρχίας να γίνη κανονικώς και άνευ απωλειών. β) Διότι, τάξας την Μοίραν του εις λίαν προωθημένην θέσιν εις περιοχήν Κακαβιάς, με εντολήν αντιαρματικήν και αμέσου υποστηρίξεως δι' αντίστασιν μέχρις εσχάτων, επεδείξατο ψυχραιμίαν αξιοθαύμαστον, αυτοθυσίαν και ηρωισμόν, συντελέσας διά των πυρών της Μοίρας του εις επιβράδυνσιν του προελαύνοντος εχθρού και ανακατάληψιν απολεσθέντος σημείου στηρίξεως, παρά το ζωηρότατον και συνεχές πυρ της εχθρικής αεροπορίας, πυροβολικών και αυτομάτων όπλων, διακινδυνεύσας πολλάκις. Ούτος, μη ανεχθείς παράδοσιν εις τον εχθρόν των πυροβόλων του, ηυτοκτόνησεν την 23ην Απριλίου παρά το 7ον χιλιόμετρον νοτίως Ιωαννίνων, εις ύψος Πεδινής -Ραψίστας. Ο Διοικητής του Συντάγματος Δ. Ραζής, αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού". Από "Έκθεσιν" για τη δράση του Βερσή, που συνέταξε, στις 10 Δεκεμβρίου 1941, ο διοικητής πυροβολικού της 3ης Μεραρχίας Αλέξανδρος Ασημακόπουλος, παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα: "Κατά την διάρκειαν της 15ημέρου μάχης του Καλπακίου, το παρατηρητήριόν του (Ασόνιτσα) ήτο βληματοδόχη. Παρέμεινε ψύχραιμος, διευθύνων τον αγώνα της μοίρας του, καίτοι από απόψεως προσωπικής ασφαλείας δεν ήτο οργανωμένον το παρατηρητήριόν του (μικρά οπή προ της στρατιωτικής οφρύος του ορεινού όγκου, τελείως ασκεπής). Τον εύρισκα, οσάκις μετέβαινα ίνα τον ίδω εκ του πλησίον, βρεχόμενον εντός της λασπώδους οπής εις την οποίαν την πρωίαν, προ της χαραυγής, εισήρχετο και εξήρχετο το εσπέρας, διότι πάσα επικοινωνία με, προς φιλίας γραμμάς, κλιτύς του ορεινού όγκου προυκάλει πυρά του εχθρικού πυροβολικού. "Το πέριξ του παρατηρητηρίου του έδαφος ήτο ωσεί κεντημένον από τας διαρρήξεις του εχθρικού πυροβολικού και κατά την διάρκειαν της ως άνω μάχης (Νοέμβριος 1940) έβρεχε σχεδόν καθημερινώς. Το παρατηρητήριόν του ήτο εις ύψος 1.100 μέτρα. Ο Βερσής ήτο ασθενής αλλά ουδέν παράπονον εξέφραζεν. "Κατά την μάχην ταύτην διελύθησαν, υπό μόνον των βολών του πυροβολικού, μια μεραρχία πεζικού του εχθρού και μια μηχανοκίνητος, χωρίς να κατορθώσωσι να λάβωσι στενήν επαφήν, ουδέ να επιτεθώσι κατά της φιλίας τοποθεσίας αμύνης. Η μοίρα του, διά των εύστοχων και επικαίρων βολών, συνετέλεσε τα μέγιστα εις την νίκην ταύτην. "Από της αναλήψεως της επιθέσεως και της καταδιώξεως του εχθρού, η μοίρα ην διοικούσε, πρώτη εξήλθε της φιλίας τοποθεσίας και ο γενναίος ενθουσιώδης πατριώτης ταγματάρχης Βερσής διεκινδύνευε μεταξύ των πρώτων, ζωντανόν παράδειγμα αφοσιώσεως εις το καθήκον". Πρωταγωνιστής στο Καλπάκι Τι προκύπτει από την "Έκθεση" αυτή του συνταγματάρχη Α. Ασημακόπουλου; Σαφώς προκύπτει, ότι ο Βερσής υπήρξε πρωταγωνιστής στη θρυλική μάχη του Καλπακίου, που έσωσε την τιμή των ελληνικών όπλων, χάρη στην ηγεσία της 8ης μεραρχίας, δηλ. τον στρατηγό Χαράλαμπο Κατσιμήτρο και τον αρχηγό πυροβολικού Π. Μαυρογιάννη, το Alter Ego του Κατσιμήτρου, όπως τον αποκαλεί ο καθηγητής Α. Τσουκανέλης, συγγραφέας του βιβλίου "Χαράλαμπος Κατσιμήτρος -Πρόμαχος της Ηπείρου". Σχετικά με την τελευταία πράξη της ζωής του Βερσή, υποστηρίχθηκε η άποψη, ότι ο ηρωικός ταγματάρχης, προκειμένου να περάσει στην αθανασία, είχε από πολλού σχεδιάσει την αυτοκτονία του και δεν ήταν μια απόφαση της στιγμής. Η άποψη αυτή καταρρίπτεται από επιστολή προς την οικογένεια του, που έγραψε ο Βερσής στις 15 Απριλίου 1941, ήτοι οκτώ ημέρες πριν θυσιαστεί. Για πρώτη φορά φέρνουμε στη δημοσιότητα την αποκαλυπτική αυτή επιστολή: "15 Απριλίου 1941. Αγαπητοί, με το σημερινό μου γράμμα σας επιστρέφω και την φωτογραφία της "Νίκης" της 22 Μαρτίου, που μου είχατε στείλει μαζί με άλλες εφημερίδες. Κρατήστε την γιατί με ενδιαφέρει ως ανάμνησις. Βρισκόμουν κι εγώ κάπου. "Οι Ούνοι του Βορρά, σπουδαίοι μιμηταί του Μουσολίνι... Σαν δεν ντράπηκαν να μας επιτεθούν κατά τέτοιο τρόπο, μετά τόσον καιρόν (μια λέξη δυσανάγνωστη). "Έχουμε καλοκαιρινές μέρες. Προχθές χιόνισε ψηλά και 2 - 3 μέρες βρέχει, αλλά τώρα πάλι καλοκαίρι. Ο Δρίνος, γείτονας μας, μας προσφέρει το θέαμα του σε βραδιές με φεγγάρι και με δένδρα που έχει στις όχθες του. Και λέει κανείς, γιατί δυο τρελοί να χαλάνε την ομορφιά της φύσεως χωρίς κανένα λόγο, παρά για να ικανοποιήσουν την βουλιμία τους... "Ο Σωτηράκης τι κάνει; Ήταν πολύ ωραίο το γράμμα του. Να φροντίζετε να μη κόβει την όρεξη του με πολλά γλυκά σε ακατάλληλες ώρες. Να τρώει μόνο σε ώρες που πρέπει και αφού φάγει όλο του το φαγητό πρώτα. Να μάθει να τρώει από όλα τα φαγητά, όπως όλοι εδώ οι στρατιώται, για να γίνει και αυτός ένας καλός στρατιωτάκος όταν μεγαλώσει. Ίσως να με συναντήσει ως στρατιώτης στο μέτωπο, καθώς πάμε, καμμιά φορά. Εις όλους τους δικούς μας χαιρετίσματα. Φιλιά, Κώστας". Από την ανάγνωση της επιστολής γίνεται αμέσως φανερό, πως δεν ευσταθεί η θεωρία, ότι ο Βερσής είχε προσχεδιάσει τη θεαματική έξοδο του από τη ζωή: α) Κρατήστε τη φωτογραφία -γράφει- γιατί με ενδιαφέρει ως ανάμνησις. β) Ίσως να με συναντήσει ως στρατιώτης στο μέτωπο καμιά φορά - κι εννοεί τον γιο του Σωτηράκη. γ) Η τρυφερότητα με την οποία μιλάει για τον Σωτηράκη, φανερώνει έναν πατέρα που ενδιαφέρεται ζωηρά για την υγεία και το μέλλον του παιδιού του. Αλλά αυτός ο σκληροτράχηλος στρατιώτης δεν είναι μόνο ένας τρυφερός πατέρας, έχει και μια ποιητική ψυχή, που συγκινείται από την ομορφιά της φύσης και πονάει βαθιά για την καταστροφή της. Ο Δρίνος, σε μια φεγγαρόλουστη βραδιά, τον συγκλονίζει, καθώς κυλάει τα νερά του ανάμεσα σε κατάφυτες όχθες, σε καιρό πολέμου!.. Η πολιτεία τίμησε τον ηρωικό πολεμιστή Κωνσταντίνο Βερσή με προτομές, στρατόπεδα, ηρώα και δρόμους. Τον ευαίσθητο Άνθρωπο Κωνσταντίνο Βερσή, τον ποιητή του Δρίνου, ποιος θα βρεθεί να τον τιμήσει;

πηγή